Η ιστορία του κτιρίου, που βρίσκεται στα Καλάβρυτα επί των οδών Λοχ.Καποτά και Δημ.Καλλιμάνη, ξεκινά το έτος 1932, όταν ο Βασίλειος Λερούνης το αγοράζει από τον έως τότε ιδιοκτήτη του Αλμπάνη. Ουσιαστικά αγοράζει το οικόπεδο με τέσσερις μόνο τοίχους.
Έως το έτος 1933 διαμορφώνεται και χρησιμοποιείται ως οικία της οικογένειας Β. Λερούνη.
Το έτος 1934 μέρος του κτιρίου μετατρέπεται σε ξενοδοχείο, τμήμα του ισογείου παραμένει οικία της οικογένειας, ενώ το υπόγειο χρησιμοποιείται ως αποθήκες σιτηρών από την Αγροτική Τράπεζα Καλαβρύτων, με αποθηκάριους τον Β.Κούλη και Ι.Μίχο.
Η ονομασία ‘ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ’ δόθηκε, λόγω γνωριμίας με την οικογένεια Λερούνη, από τον καθηγητή Γαλλικών Κων. Αθανασιάδη, που είχε καταγωγή από την Πόλη.
Τη διαρύθμιση των χώρων του ξενοδοχείου έκαναν από κοινού ο Βασ.Λερούνης και ο Γεώργιος Τσεκούρας του Σπυρίδωνος.
Τη λειτουργία του ξενοδοχείου ανέλαβε ο Βασ.Λερούνης με καμαρώτους τους Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Λερούνη και στο πλυσταριό τη Γιαννούλα του Γιώργαρου και τη Θεοδώρα Δάρα.
Το έτος 1938 την εκμετάλλευση του ξενοδοχείου αναλαμβάνει η Ευτυχία Μητσοπούλου, η οποία ενοικιάζει την επιχείρηση από τον Βασ.Λερούνη, επειδή διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία από την απασχόλησή της στο απέναντι ξενοδοχείο ιδιοκτησίας Παν.Γεωργακόπουλου.
Την 28η Οκτωβρίου 1940, μετά τον βομβαρδισμό της Πάτρας, η κοινότητα Καλαβρύτων προχωρά σε επίταξη του ξενοδοχείου, για την ολιγοήμερη στέγαση των Πατρινών οικογενειών, που είχαν φθάσει στα Καλάβρυτα το ίδιο βράδυ.
Τον Ιούλιο του έτους 1941 ο Ιταλικός στρατός κατοχής φθάνει στα Καλάβρυτα και προχωρά σε επίταξη τμήματος του κτιρίου, για τη στέγαση καταστήματος ανεφοδιασμού τροφίμων.
Την 16η Οκτωβρίου 1943, οι τρείς αιχμάλωτοι Γερμανοί τραυματίες, από τη μάχη της Κερπινής, φιλοξενούνται για μερικές ώρες σε δωμάτιο του ξενοδοχείου πριν οδηγηθούν για εκτέλεση στο λυγνητορηχείο του Ξυδιά.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1943 ο Γερμανικός στρατός κατοχής φθάνει στα Καλάβρυτα και αμέσως προχωρά σε επίταξη όλου του κτιρίου.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1943, την ημέρα του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, οι τελευταίοι αναχωρούντες Γερμανοί πυρπολούν το κτίριο, με εστίες σε 8 δωμάτια του ξενοδοχείου.
‘Καίγεται ο Παράδεισος’ φωνάζει η Αγλαϊα Κόντη, μέσα από το φλεγόμενο Δημοτικό σχολείο, όπου βρισκόταν κλεισμένη μαζί με τις άλλες Καλαβρυτινές γυναίκες και τα παιδιά τους. Είχε κάνει λάθος, αφού καιγόταν το γειτονικό σπίτι του Γιάννη Μπράτσικα και οι φλόγες του έζωναν τον ‘Παράδεισο’.
Η Ευτυχία Μητσοπούλου, αμέσως μετά τη έξοδό της από το Δημοτικό σχολείο, κατάφερε να σβήσει όλες τις εστίες φωτιάς, πριν αυτές πάρουν διαστάσεις, χρησιμοποιώντας νερό από τις βρύσες που υπήρχαν σε κάθε δωμάτιο του ξενοδοχείου.
Το ίδιο βράδυ της καταστροφής των Καλαβρύτων, στο σχεδόν άθικτο κτίριο και στα δεκατέσσερα δωμάτιά του εγκαταστάθηκαν οικογένειες της πόλης, οι οποίες παρέμειναν έως το καλοκαίρι του έτους 1945.
Το έτος 1946 οι αντάρτες με αρχηγό τον καπετάν Μίχο προχωρούν σε επίταξη του κτιρίου, για τη λειτουργία νοσοκομείου των ανταρτών και χώρων διαμονής τους.
Το έτος 1947 το κτίριο καταλαμβάνεται από την εθνοφρουρά και χρησιμοποιείται για γραφεία και νοσοκομείο.
Τον Απρίλιο του 1948, στη επίθεση των ανταρτών με αρχηγό τον Γιάννη Κατσικόπουλο (καπετάν Βελιά) για την κατάληψη της πόλης των Καλαβρύτων, οι αντάρτες δίνουν μάχη με την εθνοφρουρά από τη βορεινή πλευρά του κτιρίου, τοποθετώντας μάλιστα και βόμβα στο υπόγειο με θύματα.
Μετά από λίγες ημέρες η πόλη ανακαταλαμβάνεται από τη εθνοφρουρά και ο στρατός προχωρά πάλι σε επίταξη του κτιρίου για τη λειτουργία γραφείων και χώρων διαμονής.
Το έτος 1950 το κτίριο δίδεται για τη στέγαση των Δικαστηρίων των Καλαβρύτων, ενώ παράλληλα στο ισόγειο λειτουργεί ραφτάδικο του Αθαν. Ρηγόπουλου από τους Σαβανούς-Καλλιφώνιο και στο υπόγειο επαναλειτουργούν οι αποθήκες σιτηρών της Αγροτικής Τράπεζας Καλαβρύτων.
Από το έτος 1958 και έως το έτος 1998 το κτίριο επαναλειτούργησε ως ξενοδοχείο ‘Ο Παράδεισος’, από την οικογένεια Λερούνη-Τσεκούρα.